- συνοδοιπορία
- η, ΝΜΑ [συνοδοιπόρος]κοινή οδοιπορία, συμπόρευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνοδοιπορία — η 1. οδοιπορία μαζί με άλλους. 2. το να συμβαδίζει ιδεολογικά μια πολιτική παράταξη με μιαν άλλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πομπή — η, ΝΜΑ πανηγυρική ή θρησκευτική συνοδεία με τη συμμετοχή πολλών μαζί ανθρώπων (α. «πομπή Επιταφίου» β. «νεκρική πομπή» γ. «Διονύσῳ πομπὴν ἐποιοῡντο», Ηρακλ.) νεοελλ. 1. συνοδεία πολλών μαζί προσώπων ή οχημάτων 2. διαπόμπευση 3. ντροπή, αίσχος,… … Dictionary of Greek
συμβαδισμός — ὁ, Μ [συμβαδίζω] το να βαδίζει κανείς μαζί με κάποιον άλλο, η κοινή πορεία, συνοδοιπορία … Dictionary of Greek
συνεμπορία — ἡ, Μ [συνέμπορος] συνοδοιπορία … Dictionary of Greek
συνοδία — η, ΝΜΑ, και συνοδιά Ν [συνοδός] 1. κοινή πορεία, συνοδοιπορία 2. ομάδα συνοδοιπόρων, καραβάνι μσν. το εκκλησίασμα σε μια τελετή («μήτε εἰς συνοδίαν βουλόμενος εἰσελθεῑν», Παλλ.) αρχ. 1. συναναστροφή, συντροφιά («ἀνδρὸς πονηροῡ φεῡγε συνοδίαν ἀεί» … Dictionary of Greek
συνοδεία — η, ΝΑ [συνοδεύω] νεοελλ. 1. ομάδα ανθρώπων που συνοδεύει κάποιον, που μετακινείται μαζί του τιμητικά ή για την ασφάλεια του ή για να εμποδίσει την απόδραση του (α. «η συνοδεία τού Πατριάρχη» β. «η συνοδεία τού πρωθυπουργού» γ. «μεταφέρθηκε στο… … Dictionary of Greek
συνόδευση — η / συνόδευσις, εύσεως, ΝΜ [συνοδεύω] το να συνοδεύει κανείς κάποιον άλλο, συνοδοιπορία … Dictionary of Greek